βουτύρινος

βουτύρινος
ίνη , ον см. βουτυρένιος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βουτύρινος" в других словарях:

  • βουτύρινος — βουτύρινος, η, ον (Α) ο βουτυρένιος …   Dictionary of Greek

  • βουτύρινον — βουτύρινος of butter masc acc sg βουτύρινος of butter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτυρίνη — βουτύρινος of butter fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτυρίνης — βουτύρινος of butter fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»